- μεσημεριάζομαι
- 1. καθυστερώ να κάνω κάτι, ώστε με πιάνει μεσημέρι: Βγήκα μια βόλτα και μεσημεριάστηκα.2. αναπαύομαι το μεσημέρι: Παρόλο που μεσημεριάστηκα νυστάζω αρκετά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.